- δέω
- (I)δέω (AM)Ι. μσν. παρακαλώ κάποιον για κάτι («δέομεν, παρακαλοῡμεν νὰ ὁρίσης»)αρχ.1. έχω έλλειψη, στερούμαι2. φρ. α) «πολλοῡ δέω» — έχω μεγάλη ανάγκηβ) «παντὸς δέω» — έχω πλήρη έλλειψηγ) «πολλοῡ δέω... ὑπὲρ ἐμαυτοῡ ἀπολογεῑσθαι» — πολύ απέχω από τού να υπερασπίσω τον εαυτό μου, δεν υπάρχει ανάγκη να υπερασπίσω τον εαυτό μουδ) «μικροῡ, ὀλίγου ή τοσούτου δέω» — απέχω λίγο, δεν υπάρχει λόγος να... ε) «δυῶν δέοντα τεσσαράκοντα ἔτεα» — παρά δύο σαράντα, τριάντα οκτώ3. (γ' εν. πρόσ. ως απρόσ.) δεῑπρέπειII. (μτχ. ενεστ.) δέων, δέουσα, δέον (AM δέων, δέουσα, δέον)ο πρέπων, ο κατάλληλος, ο αναγκαίοςIII. μέσ. δέομαι (AM δέομαι)βλ. δέομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ιων.-αττ. δέω και αιολ.-επικό δεύω < *δέF-ω ή < *δεύ-σω, με απευθείας σύνδεση με αρχ. ινδ. dosa- «έλλειψη» πιθ. < IE *douso-. Εάν όμως το θ. δευσ- είναι τής Ινδοευρωπαϊκής πιθ. τα δεύτερος*, δεύτατος* είναι νεώτεροι σχηματισμοί βάσει τού δεύω].————————(II)δέω, δῶ (Α)βλ. δένω.————————(III)δέω (Α)(αιολ. τ. τού δήω*) βρίσκω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δήω].
Dictionary of Greek. 2013.